- ποίησα
- ποιέωmakeaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναγνωσματοποιώ — ποίησα, μεταβάλλω σε δημοσιογραφικό ανάγνωσμα διάφορα επίκαιρα γεγονότα: Μερικές εφημερίδες αναγνωσματοποίησαν τα τελευταία πολιτικά γεγονότα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναισθητοποιώ — ποίησα, ποιημένος, προκαλώ με κατάλληλα φάρμακα τοπική ή γενική αναισθησία: Τον αναισθητοποίησαν και ύστερα τον απήγαγαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεξαρτητοποιώ — ποίησα, ποιήθηκα, ποιημένος, κάνω κάποιον ανεξάρτητο, αυτοτελή: Χρόνια αγωνίστηκαν για να ανεξαρτητοποιήσουν τη χώρα τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποιησάσαις — ποιησά̱σαις , ποιέω make aor part act fem dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιησάσας — ποιησά̱σᾱς , ποιέω make aor part act fem acc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιησάσης — ποιησά̱σης , ποιέω make aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιησάσῃ — ποιησά̱σῃ , ποιέω make aor part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήσας — ποιήσᾱς , ποιέω make aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήσασα — ποιήσᾱσα , ποιέω make aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήσασαι — ποιήσᾱσαι , ποιέω make aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)